καββαλικός

καββαλικός
καββαλικός, -ή, -όν (Α)
(λακων. τ.)
1. καταβλητικός*
2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του
3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος
προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη)
η τέχνη τού παλαιστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από *καταβολικός (< καταβάλλω) με αποκοπή τού -α- και αφομοίωση τού -τ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καββαλικώτερον — καββαλικός good at throwing adverbial comp καββαλικός good at throwing masc acc comp sg καββαλικός good at throwing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καββαλικήν — καββαλικός good at throwing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καββαλικώτερος — καββαλικός good at throwing masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβαξ — κάβαξ, ὁ (Α) πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καββαλικός, πιθ. με μακρό ᾱ (κάβᾱξ), πρβλ. φένᾱξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”